Διάβαζα πριν από περίπου 2 δβομάδες, ένα άρθρο σχετικά με την έκθεση του Ολιβιέ Μπλανσάρ, του επικεφαλής του ερευνητικού τμήματος του ΔΝΤ, με τίτλο: "Τα λάθη των προγνωστικών ανάπτυξης και οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές". Όπως αναλύει, λοιπόν, ο Μπλανσάρ, ο οποίος είναι ένας εκ των κορυφαίων του ΔΝΤ, το λάθος αφορά σε έναν συντελεστή, τον αποκαλούμενο «πολλαπλασιαστή» (multiplicateur). Από το 1970 μέχρι και το 2007, οι ασχολούμενοι με τις προβλέψεις είχαν διαπιστώσει ότι η μείωση κατά 1% στις δημόσιες δαπάνες, ή κατά 1% επιπλέον έσοδα από τη φορολογία, οδηγούσαν, κατά μέσον όρο, σε 0,5% μείωση της ανάπτυξης στις προηγμένες χώρες. Έτσι, διαμόρφωσαν τον πολλαπλασιαστή 0,5 τον οποίο και χρησιμοποίησαν στις προκαταρτικές εργασίες τους για τα προγράμματα που επιβλήθηκαν σε Ελλάδα και Πορτογαλία.
Το πρόβλημα είναι ότι τα δεδομένα αυτά ίσχυαν πριν από την κρίση, η οποία με την ανασφάλεια που έφερε στις χώρες, επηρέασε τη συμπεριφορά των καταναλωτών. Στο «Πανόραμα της Παγκόσμιας Οικονομίας» που δημοσίευσε το ΔΝΤ τον περασμένο Οκτώβριο, αναγνωρίζει ότι με τις σημερινές συνθήκες, οι πολλαπλασιαστές κινούνται ανάμεσα στο 0,9 έως και το 1,7 (!), δηλαδή δύο με τρεις φορές μεγαλύτεροι από το 0,5. Την πληροφορία αυτή το ΔΝΤ την έχει γράψει στα ψιλά του «Πανοράματος» και μόνο οι ιδιαίτερα έμπειροι αναλυτές μπορούσαν να αντιληφθούν το μέγεθος της σημασίας της.
Επειδή όμως, όλα αυτά τα μοντέλα και οι αριθμοί, καμιά ουσία δεν έχουν αν δεν άπτονται της ζωής του ανθρώπου, ας βάλουμε το θέμα σε μια πιο πραγματική βάση. Ζήσαμε την τελευταία τριετία μέσα σε έναν μηχανισμό "στήριξης", ο οποίος μέχρι στιγμής έχει οδηγήσει τη χώρα πολλά χρόνια πίσω και έχει φτάσει την κοινωνία σε καταστάσεις εξαθλίωσης. Για παράδειγμα, αυτό που μας διαφήμισαν ως "μεταρρύθμιση" της δημόσιας υγείας, είναι η κατάργηση ουσιαστικά της δημόσιας υγείας (αναρωτήσου πότε έκλεισες τελευταία φορά ραντεβού με γιατρό δημοσίου και μετά από πόσους μήνες πήγες τελικά). Αυτό που διαλαλούν ως "μεταρρύθμιση" της δημόσιας παιδείας, είναι τελικά η αναγνώριση των πτυχίων των ιδιωτικών κολλεγίων και η υποβάθμιση του δημόσιου Πανεπιστημίου. Ή η προσέλκυση ξένων επενδυτών -πόσοι ακόμη μεσσίες σε αυτή τη χώρα;- είναι στην ουσία η εκποίηση της περιουσίας του ελληνικού λαού.
Ναι, γιατί όπως λέει και το σλόγκαν διαφήμισης γνωστής γερμανικής αλυσίδας ηλεκτρικών ειδών, "ο τζάμπας ζει" και μάλλον πιο πολύ στους επίδοξους επενδυτές έπρεπε να απευθύνεται, παρά στον Έλληνα καταναλωτή... Γιατί, ακόμη και για αυτούς που πιστεύουν στην ιδιωτικοποίηση ως λύση, είναι άλλο το να πουλάς και άλλο το να "σφάζεις όσο όσο", όπως έγινε σε περιπτώσεις μεγάλων και κερδοφόρων ΔΕΚΟ, με παράδειγμα τον ΟΠΑΠ ή τη ΔΕΗ που πουλήθηκε σε τιμή δύο(!) υποσταθμών της. Γιατί κανένας επενδυτής δεν είναι τόσο χαζός ή τόσο αλτρουϊστής, ώστε να σώσει χρεωκοπημένες επιχειρήσεις που δεν έχουν περιθώριο κέρδους και μάλιστα μεγάλου. Γιατί, όταν η Άνγκελα Μέρκελ ήρθε στην Ελλάδα, δεν είχε μαζί της πολιτικούς και διπλωμάτες, αλλά ένα μάτσο "επενδυτές" ή πιο σωστά, καιροσκόπους-κερδοσκόπους, που ήρθαν να διαλέξουν κομμάτια από το φιλέτο.
Και μετά από όλα αυτά, έρχεται η επιβεβαίωση του Μπλανσάρ, που αποδομεί το όλο σχέδιο από την ίδια του τη βάση. Δεν θα πετύχαινε, δεν είχε πιθανότητες να πετύχει. Κι αυτό, όχι γιατί "δεν το εφαρμόσαμε σωστά" όπως μας επέπληττε ο μπαρμπα-Σόιμπλε τόσον καιρό, αλλά γιατί το πρόγραμμα "στήριξης" της Ελλάδας (και όχι μόνο) βασίστηκε σε ένα λανθασμένο οικονομικό μοντέλο και άρα ήταν εξ αρχής καταδικασμένο να αποτύχει. Είναι σαν να προσπαθείς να λύσεις μια άσκηση μαθηματικών και ένα από τα δεδομένα που λαμβάνεις να είναι λάθος. Ό,τι και να κάνεις, η άσκηση δεν θα σου βγει...
Εκεί όμως, τίθεται και το βασικότερο ερώτημα, που ξεφεύγει από τη σφαίρα των αριθμών και των συντελεστών. Πρόκειται άραγε "απλώς" για ένα λάθος που οδήγησε σε αποτυχία ένα σχέδιο λιτότητας ή τελικά η ίδια η λιτότητα είναι το λάθος σε αυτή την ιστορία;
Τρία χρόνια λιτότητας "in vivo", σε συνδυασμό με την κοινή λογική του καθενός, νομίζω πως μπορούν να δώσουν απάντηση στο ερώτημα πολύ καλύτερα από τον κάθε μεγάλο οικονομολόγο. Ας αρχίσουμε λοιπόν, να εμπιστευτόμαστε λίγο περισσότερο την κοινή μας λογική, κι ας αφήσουμε στην άκρη συντελεστές και πλασματικά μοντέλα. Γιατί η ζωή και οι ανθρώπινες ανάγκες είναι κάτι πραγματικό και ο χρόνος είναι ένα μέγεθος που δεν επιδέχεται αρνητικό πρόσημο. Να δώσουμε πραγματικές λύσεις στα προβλήματά μας, τώρα. Αρκετά με τα πειράματα.