Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

Ήταν μια λέξη μονάχα, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ...


39 χρόνια μετά την ιστορική εξέγερση του Πολυτεχνείου, η χώρα ζει κρίσιμες στιγμές. Τότε, είχαμε να κάνουμε με μια αμερικανόφερτη χούντα, με ένα στρατιωτικό καθεστώς που επιβλήθηκε με τη βία στο λαό. Αυτή τη φορά, η χούντα δεν είναι στρατιωτική, τα συμφέροντα που τη στηρίζουν είναι διεθνή, ίσως και πιο οργανωμένα από τότε. Και δεν επιβλήθηκε με τη βία, τουλάχιστον όχι τόσο πρόδηλα όσο τότε. Μέσα σ’ ένα κλίμα φόβου και απειλών από τους Ευρωπαίους «εταίρους», με τη μιντιακή προπαγάνδα να είναι πιο βρώμικη ακόμη κι από αυτήν της χούντας του Παπαδόπουλου και μ’ έναν λαό μουδιασμένο από τις απειλές, σχηματίστηκε τελικά με νύχια και με δόντια μια τρικομματική κυβέρνηση. Μια κυβέρνηση υπεράσπισης των ξένων συμφερόντων στη χώρα, μια κυβέρνηση που ξεπουλάει την περιουσία του λαού μας.

Η κοινωνία βρίσκεται αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη πολιτική, οικονομική, αλλά και αξιακή κρίση, υποφέρει από τις απολύσεις, την εκποίηση κερδοφόρων δημόσιων οργανισμών (τα λεγόμενα «φιλέτα» για τα ξένα ληστρικά συμφέροντα), την περιστολή της δημόσιας υγείας και των κοινωνικών δομών. Οι Έλληνες οδηγούνται πλέον μαζικά στα όρια της φτώχειας και της εξαθλίωσης και οι νέοι εξωθούνται στη μετανάστευση.

Δίνουμε αγώνα για πραγματική δημοκρατία, για μια Ελλάδα παραγωγική, ανεξάρτητη από δανειστές και τοκογλύφους, με μόνο κυρίαρχο τον λαό της.
Την ίδια αυτή στιγμή, το δημόσιο Πανεπιστήμιο, υποχρηματοδοτείται –σε βαθμό που αδυνατεί να λειτουργήσει- και υποβαθμίζεται με έναν νόμο, ο οποίος όχι μόνο δεν επιλύει τα μεγάλα προβλήματα, αλλά αντίθετα τα επιδεινώνει, οδηγεί το Πανεπιστήμιο στην παρακμή, με τελικό στόχο την ιδιωτικοποίηση. Παράλληλα καταργούνται τα δωρεάν συγγράμματα, κλείνουν φοιτητικές εστίες και μειώνεται δραματικά η σίτιση, σε μια εποχή που όλα αυτά μας είναι τόσο απαραίτητα για να συνεχίσουμε τις σπουδές μας. Τώρα που έχουμε ανάγκη τη στήριξη της Πολιτείας και του Πανεπιστημίου, τώρα μας αφήνουν στο έλεος. Δημιουργούν ένα Πανεπιστήμιο μόνο για λίγους και προνομιούχους.

Εμείς όμως λέμε ότι το Δημόσιο Πανεπιστήμιο και η Δωρεάν Παιδεία είναι κατάκτηση όλης της κοινωνίας, είναι αξία αδιαπραγμάτευτη και θα είμαστε εδώ για να το υπερασπιστούμε, κόντρα στην διάλυση που προωθούν. Σήμερα, είναι περισσότερο κρίσιμο από ποτέ να συγκροτηθεί και πάλι το φοιτητικό κίνημα, όπως τότε, το ’73 στο Πολυτεχνείο, αλλά και σ’ όλους τους μετέπειτα αγώνες. Να δείξουμε, όπως τότε, το δρόμο για τη λαϊκή κυριαρχία και την ανεξαρτησία της χώρας. Δεν θα πληρώσει η κοινωνία την κρίση, τη στιγμή που κάποιοι κερδίζουν αισχρά σε βάρος μας.


Πλέον είναι ξεκάθαρο. Καλούμαστε να αγωνιστούμε ως κοινωνία για να υπερασπιστούμε το μέλλον μας σε αυτό τον τόπο. Όπως εκείνα τα παιδιά τότε το ‘73, έτσι κι εμείς να κάνουμε κάτι τώρα, όλοι μαζί δυναμικά, για να μην τους επιτρέψουμε να ξεπουλήσουν την περιουσία του Ελληνικού λαού, να μη μας στερήσουν αυτά που δικαιούμαστε, αυτά για τα οποία αγωνίστηκαν γενιές φοιτητών κι εργαζομένων μέχρι σήμερα! Να μην οδηγήσουν τη νεολαία στη μετανάστευση! Διεκδικούμε πραγματικά δημόσια και δωρεάν παιδεία, με ένα Δημόσιο Πανεπιστήμιο χωρίς λειτουργικά προβλήματα που θα παρέχει ποιοτική γνώση και ίσες ευκαιρίες σε όλους. Δίνουμε αγώνα για πραγματική δημοκρατία, για μια Ελλάδα παραγωγική, ανεξάρτητη από δανειστές και τοκογλύφους, με μόνο κυρίαρχο τον λαό της.

Γι’ αυτό καλούμε όλους τους φοιτητές κι εργαζόμενους να συμμετέχουν στις εκδηλώσεις για την επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου!

Να είμαστε όλοι στην προσυγκέντρωση στο Πολυτεχνείο, το Σάββατο 17 Νοέμβρη στις 5μ.μ.!


Κίνηση Φοιτητών Κτηνιατρικής



Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2012

Η άνευ όρων παράδοση της χώρας

του Στέλιου Κούλογλου
Στον οικονομικό πόλεμο που βιώνουμε η Ελλάδα αποφάσισε να μη χρησιμοποιήσει ούτε καν τα ελάχιστα όπλα που είχε.

Το κακό με τους σύγχρονους οικονομικούς πολέμους είναι ότι, σε αντίθεση με τους συμβατικούς, τα πράγματα δεν είναι άσπρα ή μαύρα. Δεν έχεις ούτε στρατεύματα κατοχής στο έδαφός σου, ούτε να καταφτάνουν τα πλοία της αυτοκρατορίας για να πάρουν τα γυναικόπαιδα σκλάβους, αν δεν πληρώσεις τη δόση. Παρότι τα θύματα είναι πολλά και οι ανθρώπινες τραγωδίες εκατομμύρια, ο εχθρός είναι λιγότερο ορατός και μισητός απ' ό,τι στον συμβατικό, αιματηρό πόλεμο με τα όπλα και τους στρατούς.


Η Ελλάδα βρέθηκε στη δίνη του οικονομικού πολέμου που ξεκίνησε το 2008 με την τραπεζική φούσκα στις ΗΠΑ, αλλά ακόμα και σήμερα δεν το έχει πολυκαταλάβει. Δεν είχε διορατική πολιτική ηγεσία να την οχυρώσει, όταν η κρίση περνούσε τον Ατλαντικό και η Ελλάδα βρισκόταν εκτεθειμένη λόγω των δημοσιονομικών της ελλειμμάτων. Αν στο τέλος του 2009 είχαν φροντίσει να καλύψουν τις δανειακές της ανάγκες για την επόμενη χρονιά, πιθανότατα δεν θα ζούσαμε τη σημερινή τραγωδία.


Το ίδιο καταστροφική ήταν και η στάση της πολιτικής ηγεσίας απέναντι στο Βερολίνο, όταν η Μέρκελ αποφάσισε να προστατέψει τις δικές της τράπεζες, αφήνοντας την Ελλάδα στην τύχη της. Μετατρέποντάς την σε αποδιοπομπαίο τράγο για τα συστηματικά προβλήματα της ευρωζώνης, παρατείνοντας τη δήθεν «ελληνική» κρίση, γιατί το Βερολίνο κέρδιζε χρήματα και πολιτική επιρροή από αυτήν, και επιβάλλοντας, τέλος, μια σειρά μνημονίων που δεν εξυπηρετούν παρά μόνο έναν στόχο: να πάρουν οι δανειστές τα λεφτά τους πίσω.


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, πληρώνοντας τα λάθη και τις παραλείψεις δεκαετιών ενός διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος, η Ελλάδα θα κατέβαλλε κάποιο τίμημα. Όμως, δεν χρησιμοποίησε κανένα από τα όπλα που είχε στη διάθεσή της για να πολεμήσει: είναι πλέον φανερό ότι η ανεκδιήγητη αναδιάρθρωση του χρέους δεν έγινε παρά μόνο όταν οι γαλλογερμανικές τράπεζες είχαν ξεφορτωθεί τα ελληνικά ομόλογα και επίσης ότι η χώρα δεν διαπραγματεύτηκε ποτέ, σε κανένα μνημόνιο. Έπεσε αμαχητί.


Ένα από τα πλέον αξιοπερίεργα φαινόμενα είναι ότι ούτε και η σημερινή κυβέρνηση διαπραγματεύεται, παρότι με αυτήν τη σημαία κέρδισε στις τελευταίες εκλογές. Όταν, μάλιστα, η εντυπωσιακή άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος είχε επαγγελθεί την ακύρωση των συμφωνιών με τους δανειστές, μπορούσε να αποτελέσει απέναντι στους τελευταίους ένα επιπλέον διαπραγματευτικό χαρτί. Όταν αναγνωρίζεται πανηγυρικά ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο και ότι τα νέα, επαχθέστατα μέτρα θα διαλύσουν ό,τι έχει απομείνει από την κοινωνία και το πολιτικό σύστημα.

Πρόκειται για τη συνέχιση της παράδοσης που θέλει την κυρίαρχη τάξη της χώρας να χάνει ή και να το βάζει στα πόδια στους πολέμους; Είχαν, άραγε, υποσχεθεί στον κ. Σαμαρά ότι αν το παίξει καλός μαθητής και ζητήσει συγγνώμη από τη Μέρκελ, πράγμα που έκανε στο Βερολίνο, θα του ετοιμάσει ανακουφιστικά πακέτα, όπως έλεγε στους κυβερνητικούς εταίρους; (Ο Φ. Κουβέλης αυτό ισχυρίζεται ότι τον διαβεβαίωσαν οι Σαμαράς-Βενιζέλος για να μπει στην κυβέρνηση.) Ανήκει η ηγεσία της κυβέρνησης στους ανίκανους και φοβισμένους ή στο στρατόπεδο των συνεργατών (δες Στουρνάρας), που πιστεύουν ότι οι δανειστές και η Μέρκελ έχουν δίκιο να πάρουν και τα γυναικόπαιδα;

Το βέβαιο είναι ότι σε έναν πόλεμο, ακόμα και αν έχεις γνωρίσει σοβαρές ήττες, συνεχίζεις να μάχεσαι για να πάρεις ό,τι μπορείς ή διαπραγματεύεσαι μια συμφωνία. Η σημερινή κυβέρνηση δεν έχει κάνει ούτε αυτό. Ακόμα και αν τα μέτρα ψηφιστούν, οι δανειστές δεν έχουν δεσμευτεί να εκταμιεύσουν όλη τη δόση, να επιμηκύνουν το χρέος (ως επικοινωνιακό δωράκι στους ντόπιους συνεργάτες, γιατί η επιμήκυνση δεν λύνει κανένα πρόβλημα) ή να το κουρέψουν. Μπορεί να αρχίσουν πάλι τα ήξεις-αφήξεις, να συστήσουν ένα ειδικό ταμείο στις Βρυξέλλες για την τμηματική καταβολή της δόσης, ανάλογα με τις εκθέσεις της Τρόικας. Και το βέβαιο είναι ότι σε 3 μήνες θα ζητήσουν, λόγω της ύφεσης που θα προκαλέσουν τα τωρινά, κι άλλα μέτρα, τα οποία καμιά κυβέρνηση δεν θα μπορέσει να περάσει.

Αυτό που η «Καθημερινή» εξέφραζε ως φόβο την Κυριακή, ότι δηλαδή αν Σαμαράς, Βενιζέλος και Στουρνάρας δεν πάρουν ένα γενναίο πακέτο, είναι τελειωμένοι πολιτικά, η γερμανική «Frankfurter Allgemeine Zeitung» το επιβεβαίωνε: «Πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι και ο τέταρτος από τον Οκτώβριο του 2009 Έλληνας πρωθυπουργός ίσως οδεύει προς το πολιτικό του τέλος». Δεν είναι καθόλου περίεργο: έτσι δεν συμβαίνει στον πόλεμο με όσους παραδίδουν άνευ όρων μια ολόκληρη χώρα;

πηγή: Lifo.gr

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

Το τέρας μέσα μας: Το πείραμα του Μίλγκραμ


"Μόνο όταν θα είμαστε έτοιμοι να αρνηθούμε να υπακούσουμε στις «μικρές» και καθημερινές εντολές βίας –με τις οποίες οι περισσότεροι ασυνείδητα συμμορφωνόμαστε, μόνο όταν θα είμαστε έτοιμοι να προβούμε σε μια γενικευμένη και μέχρι τέλους πολιτική, κοινωνική, καταναλωτική ανυπακοή, μόνο όταν μάθουμε να συμπεριφερόμαστε ως αυτεξούσιοι άνθρωποι και όχι ως ανεύθυνοι υπάλληλοι, μόνο τότε θα μπορέσουμε να γκρεμίσουμε τη λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού που μας θέλει υπάνθρωπους, υπάκουους και υπόδουλους."



Το 1961, ο είκοσι εφτάχρονος Στάνλει Μίλγκραμ, επίκουρος καθηγητής ψυχολογίας στο Γέιλ, αποφάσισε να μελετήσει την υπακοή στην εξουσία. Είχαν περάσει λίγα μόνο χρόνια από τα φρικτά εγκλήματα των Ναζί και γινόταν μια προσπάθεια κατανόησης της συμπεριφοράς των απλών στρατιωτών και αξιωματικών των SS, οι οποίοι είχαν εξολοθρεύσει εκατομμύρια αμάχων. Η ευρέως αποδεκτή εξήγηση –πριν το πείραμα του Μίλγκραμ- ήταν η αυταρχική τευτονική διαπαιδαγώγηση και η καταπιεσμένη –κυρίως σεξουαλικά- παιδική ηλικία των Γερμανών.

Όμως ο Μίλγκραμ ήταν κοινωνικός ψυχολόγος και πίστευε ότι αυτού του είδους η υπακοή –που οδηγεί στο έγκλημα- δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα μόνο της προσωπικότητας, αλλά περισσότερο των πιεστικών συνθηκών. Και το απέδειξε κάνοντας τη «φάρσα» του.

Τα υποκείμενα του πειράματος ήταν εθελοντές, κυρίως φοιτητές, οι οποίοι καλούνταν έναντι αμοιβής να συμμετέχουν σε ένα ψυχολογικό πείραμα σχετικό με τη μνήμη.

Χώριζε τους φοιτητές σε ζεύγη και –μετά από μια εικονική κλήρωση- ο ένας έπαιρνε το ρόλο του «μαθητευομένου» και ο άλλος του «δασκάλου».

Ο έκπληκτος «μαθητευόμενος» δενόταν χειροπόδαρα σε μια ηλεκτρική καρέκλα και του περνούσαν ηλεκτρόδια σε όλο το σώμα. Έπειτα του έδιναν να μάθει δέκα ζεύγη λέξεων.

Ο «δάσκαλος», από την άλλη, καθόταν μπροστά σε μια κονσόλα ηλεκτρικής γεννήτριας. Μπροστά του δέκα κουμπιά με ενδείξεις: «15 βολτ, 30 βολτ, 50 βολτ κλπ.» Το τελευταίο κουμπί έγραφε: «450 βολτ. Προσοχή! Κίνδυνος!»

Πίσω από το «δάσκαλο» στεκόταν ο πειραματιστής, ο υπεύθυνος του πειράματος. (Και περνάμε σε ενεστώτα για να γίνουμε μέτοχοι της στιγμής.)

«Θα λέτε την πρώτη λέξη από τα ζεύγη στο μαθητευόμενο. Αν κάνει λάθος θα σηκώσετε το πρώτο μοχλό και θα υποστεί ένα ηλεκτροσόκ 15 βολτ. Σε κάθε λάθος θα σηκώνετε τον αμέσως επόμενο μοχλό», λέει ο πειραματιστής και ο «δάσκαλος» αισθάνεται ήδη καλά που δεν του έτυχε στην κλήρωση ο άλλος ρόλος.

Το πείραμα ξεκινάει. Ο «δάσκαλος» λέει τις λέξεις από το μικρόφωνο. Ο «μαθητευόμενος», ήδη τρομαγμένος, απαντάει σωστά, αλλά όχι για πολύ. Μόλις κάνει το πρώτο λάθος ο «δάσκαλος» γυρνάει να κοιτάξει τον πειραματιστή. Εκείνος του λέει να προχωρήσει στο πρώτο ηλεκτροσόκ. Ο «δάσκαλος» υπακούει. 15 βολτ δεν είναι πολλά, αλλά ο «μαθητευόμενος» έχει αλλάξει ήδη γνώμη. Παρ’ όλα αυτά απαντάει σωστά σε άλλη μια ερώτηση, αλλά στο επόμενο λάθος δέχεται 30 βολτ. «Αφήστε να φύγω», λέει ο «μαθητευόμενος» που δεν μπορεί να λυθεί. «Δε θέλω να συμμετάσχω σε αυτό το πείραμα.» Ο «δάσκαλος» κοιτάει τον πειραματιστή. Εκείνος του κάνει νόημα να συνεχίσει.

Τα βολτ αυξάνονται και τώρα πια ο πόνος είναι εμφανής στο πρόσωπο του «μαθητευόμενου», που εκλιπαρεί να τον αφήσουν ελεύθερο. Στα 200 βολτ ταρακουνιέται ολόκληρος. Ο «δάσκαλος» πριν κάθε ηλεκτροσόκ γυρνάει να κοιτάξει τον πειραματιστή. Εκείνος, με σταθερή φωνή, του λέει ότι το πείραμα πρέπει να συνεχιστεί. Ο «δάσκαλος» συνεχίζει να βασανίζει έναν άγνωστο, έναν απλό φοιτητή που κλαίει, ζητάει τη βοήθεια του Θεού και παρακαλεί να τον λυπηθούν. Δεν μπορεί πια να απαντήσει στις ερωτήσεις, αλλά ο πειραματιστής λέει στο «δάσκαλο»:

«Τη σιωπή την εκλαμβάνουμε ως αποτυχημένη απάντηση και συνεχίζουμε με την τιμωρία.»

Στα 345 βολτ ο «μαθητευόμενος» τραντάζεται ολόκληρος, ουρλιάζει και χάνει τις αισθήσεις του.

Ο «δάσκαλος», ιδρωμένος και με τα χέρια του να τρέμουν, κοιτάει τον πειραματιστή.

«Μην ανησυχείτε», λέει εκείνος, «το πείραμα είναι απολύτως ελεγχόμενο... Συνεχίστε με τον τελευταίο μοχλό.»

«Μα είναι λιπόθυμος», λέει ο «δάσκαλος».

«Δεν έχει καμιά σημασία. Το πείραμα πρέπει να ολοκληρωθεί. Συνεχίστε με τον τελευταίο μοχλό.»

Πόσοι από τους εθελοντές έφτασαν ως τον τελευταίο μοχλό;

Πριν ξεκινήσει το πείραμα του ο Μίλγκραμ είχε κάνει μια «δημοσκόπηση» ανάμεσα στους ψυχιάτρους και στους ψυχολόγους, ρωτώντας τους τι ποσοστό των εθελοντών θα έφτανε ως τον τελευταίο μοχλό.

Σχεδόν όλοι απάντησαν ότι κανείς δε θα έφτανε ως τον τελευταίο μοχλό, πέρα ίσως από κάποια άτομα με κρυπτοσαδιστικές τάσεις, καθαρά παθολογικές.

Δυστυχώς έκαναν λάθος.

Μόλις το 5% των «δασκάλων» αρνήθηκαν εξ’ αρχής να συμμετάσχουν σε ένα τέτοιο πείραμα και αποχώρησαν –συνήθως βρίζοντας τον πειραματιστή. Το υπόλοιπο 95% προχώρησε πολύ το πείραμα, πάνω από τα 150 βολτ. Και το 65%... Έφτασε μέχρι τον τελευταίο μοχλό, τα πιθανότατα θανατηφόρα 450 βολτ!

Που έγκειται η φάρσα;

Ο «μαθητευόμενος» δεν ήταν φοιτητής, αλλά ηθοποιός, που είχε προσληφθεί από το Μίλγκραμ για αυτόν ακριβώς το «ρόλο». Δεν υπήρχε ηλεκτρισμός ούτε ηλεκτροσόκ. Ο ηθοποιός υποκρινόταν. Το μοναδικό πειραματόζωο ήταν ο «δάσκαλος». Όμως τα αποτελέσματα ήταν αληθινά: Το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων θα υπακούσει και θα βασανίσει –ίσως και θα σκοτώσει- έναν άγνωστο του, αρκεί να δέχεται εντολές από κάποιον με κύρος (στην προκειμένη περίπτωση επιστημονικό) και ταυτόχρονα να αισθάνεται ότι δεν τον βαρύνει η ευθύνη για ό,τι συμβεί –αφού εκείνος «απλά ακολουθούσε τις διαταγές». Και φυσικά οι περισσότεροι από εμάς θα σκεφτούν όταν μάθουν για αυτό το πείραμα: «Εγώ αποκλείεται να έφτανα ως τον τελευταίο μοχλό.»

Όμως δείτε τι συμβαίνει στην κοινωνία μας, κάθε μέρα.

Ο υπάλληλος της ΔΕΗ που δέχεται να κόψει το ρεύμα από έναν άνεργο ή άπορο, ξέροντας ότι έτσι τον ταπεινώνει, τον υποβάλει σε ένα διαρκές βασανιστήριο και πιθανότατα θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του, ανήκει στο 65% του τελευταίου μοχλού. Και δεν είναι καθόλου κρυπτοσαδιστής. Απλά ακολουθάει τις εντολές που του έδωσαν.

Ο υπάλληλος του σούπερ-μάρκετ που σου δίνει το χαλασμένο ψάρι και σε διαβεβαιώνει ότι είναι φρέσκο δε σε μισεί, παρότι γνωρίζει ότι μπορεί να πάθεις και δηλητηρίαση. Απλώς ακολουθάει εντολές. Ο αστυνομικός ο οποίος ραντίζει με χημικά τους διαδηλωτές δεν είναι κρυπτοσαδιστής –αν και πολλοί θα διαφωνήσουν στο συγκεκριμένο παράδειγμα. Απλώς κάνει τη δουλειά του. Ο υπάλληλος της εφορίας ή της τράπεζας που υπογράφει την κατάσχεση κάποιου σπιτιού για 1.000 ευρώ χρέος, θα έφτανε ως τον τελευταίο μοχλό στο πείραμα. Γιατί υπακούει.

Ο πολιτικός που υπογράφει το μνημόνιο το οποίο οδηγεί ένα ολόκληρο έθνος στην εξαθλίωση του νεοφιλελευθερισμού θα έφτανε μέχρι τον τελευταίο μοχλό. Και αυτός υπακούει, σε εντολές πολύ πιο ισχυρές από εκείνες του πειραματιστή με την άσπρη φόρμα. Αν όμως δούμε το πείραμα του Μίλγκραμ από την ανθρωπιστική-ηθική του πλευρά (από την πλευρά του 5% που αρνήθηκε να υπακούσει) θα καταλάβουμε ότι κανένας δεν είναι άμοιρος ευθυνών. Αν σε διατάζουν να κάνεις κάτι που προκαλεί κακό στον άλλον, στο συμπολίτη σου, σε έναν μετανάστη, σε έναν άνθρωπο (ή σε ένα ζώο, αλλά αυτό περιπλέκει πολύ τα πράγματα, εφόσον συνεχίζουμε να τρώμε κρέας), πρέπει να αρνηθείς να υπακούσεις. Ακόμα κι αν χάσεις το μπόνους παραγωγικότητας, την προαγωγή, την επανεκλογή, τη δουλειά σου.

Μόνο όταν θα είμαστε έτοιμοι να αρνηθούμε να υπακούσουμε στις «μικρές» και καθημερινές εντολές βίας –με τις οποίες οι περισσότεροι ασυνείδητα συμμορφωνόμαστε, μόνο όταν θα είμαστε έτοιμοι να προβούμε σε μια γενικευμένη και μέχρι τέλους πολιτική, κοινωνική, καταναλωτική ανυπακοή, μόνο όταν μάθουμε να συμπεριφερόμαστε ως αυτεξούσιοι άνθρωποι και όχι ως ανεύθυνοι υπάλληλοι, μόνο τότε θα μπορέσουμε να γκρεμίσουμε τη λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού που μας θέλει υπάνθρωπους, υπάκουους και υπόδουλους.

Και μια τελευταία παρατήρηση:

Τα υποκείμενα του πειράματος του Μίλγκραμ, οι εθελοντές φοιτητές, μάθαιναν από εκείνον ποιος ήταν ο στόχος του πειράματος. Μάθαιναν ότι ο «μαθητευόμενος» ήταν ηθοποιός και ότι δεν είχε ποτέ υποστεί ηλεκτροσόκ. Ο Μίλγκραμ το έκανε αυτό για να τους ανακουφίσει, αλλά πέτυχε το ακριβώς αντίθετο. Αυτοί οι άνθρωποι, ειδικά το 65% που είχε φτάσει ως τον τελευταίο μοχλό, πέρασαν την υπόλοιπη ζωή τους κυνηγημένοι από τις Ερινύες της πράξης τους. Γιατί συνειδητοποίησαν ότι δεν ήταν τόσο αθώοι και τόσο «καλοί» όσο ήθελαν να πιστεύουν για τον εαυτό τους.